- ἡδυχαρής
- ἡδυχαρήςsweetly joyousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] … Dictionary of Greek
θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… … Dictionary of Greek